- συναιχμαλώτους
- пленников вместе
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
συναιχμαλώτους — συναιχμάλωτος fellow prisoner masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αιθύλλα — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του βασιλιά της Τροίας Λαομέδοντα και αδελφή του Πριάμου. Στην άλωση της Τροίας αιχμαλωτίστηκε. Το πλοίο που τη μετέφερε στην Ελλάδα, μαζί με άλλους αιχμαλώτους, στάθμευσε στη χερσόνησο της Παλλήνης της Μακεδονίας για να… … Dictionary of Greek
Ιεζεκιήλ — (περ. 620 π.Χ. – ;). Βιβλικό πρόσωπο. Ήταν ο τρίτος από τους μεγάλους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Καταγόταν από ιερατική οικογένεια και ήταν γιος του Βουζεί. Γύρω στο 597 π.Χ. αιχμαλωτίστηκε από τον Ναβουχοδονόσορ μαζί με τον βασιλιά Ιωακείμ… … Dictionary of Greek